δύσπεμπτος

Revision as of 19:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A hard to banish, A.Ag.1190.

German (Pape)

[Seite 686] schwer fortzuschicken, Aesch. Ag. 1163.

Greek (Liddell-Scott)

δύσπεμπτος: -ον, δυσκόλως ἀποπεμπόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1190.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à renvoyer.
Étymologie: δυσ-, πέμπω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de expulsar κῶμος ... δ. ἔξω ... Ἐρινύων A.A.1190.

Greek Monolingual

δύσπεμπτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα αποπέμπεται.

Greek Monotonic

δύσπεμπτος: -ον (πέμπω), αυτός που δύσκολα αποστέλλεται, αποδιώχνεται, απομακρύνεται, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύσπεμπτος: которого трудно отослать прочь, т. е. неотвязный (κῶμος Ἐρινύων Aesch.).