3ᵉ pl. épq. ao.2 Pass. de ἐκπλήσσω.
ἔκπληγεν: Επικ. αντί -εσαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του ἐκπλήσσω.
ἔκπληγεν: эп. 3 л. pl. aor. 2 pass. к ἐκπλήσσω.