κατασοβαρεύομαι

Revision as of 22:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A regard haughtily, τινος J.BJ3.1.1, D.L.1.81, Men.Prot.p.321 D.

German (Pape)

[Seite 1380] med., sich stolz, hoffährtig betragen gegen Jem., τινός, D. L. 1, 81, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατασοβαρεύομαι: ἀποθ., σοβαρῶς, ὑπερηφάνως φέρομαι πρός τινα, καταφρονῶ, τινος· κατασοβαρεύσασθαι Διογ. Λ. 1. 81.

Greek Monolingual

κατασοβαρεύομαι (AM)
καταφρονώ κάποιον, του συμπεριφέρομαι αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σοβαρεύομαι «συμπεριφέρομαι αλαζονικά»].

Russian (Dvoretsky)

κατασοβαρεύομαι: высокомерно обращаться, надменно держать себя: κ. τινος Diog. L. смотреть свысока на кого-л.