ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil
κλῇδες: Ἀττ. ὀνομ. πληθ. τοῦ κλείς.
κλῇδες: Αττ. ονομ. πληθ. του κλείς.
κλῇδες: атт. nom. pl. к κλείς.