Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
κρώβῠλος: или κρωβύλος ὁ1) хохолок, чуб на макушке (прическа греков архаической эпохи) (κρωβύλον ἀναδεῖσθαι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν Thuc.);2) (на шлеме) пучок из конских волос, султан (κράνη ἔχοντα κατὰ μέσον κρώβυλον Xen.).