κῶμο

Revision as of 23:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

for κῶμος, barbarism in Ar.Th.1176.

German (Pape)

[Seite 1544] statt κῶμος, sagt der Scythe bei Ar. Th. 1176.

Greek (Liddell-Scott)

κῶμο: ἀντὶ κῶμον, βαρβαρισμὸς ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1176.

Greek Monolingual

κῶμο (Α)
κώμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός βαρβαρισμός στον Αριστοφάνη].

Russian (Dvoretsky)

κῶμο: Arph. в произнош. скифа = κῶμος.