Λιθικά
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Russian (Dvoretsky)
Λῐθῐκά: τά (sc. βιβλία) «Поэма о драгоценных камнях» (приписывавшаяся Орфею).