λοιδορητικός

Revision as of 23:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ή, όν,

   A abusive, Arist.EE1221b14, Phld.Ir.p.72 W., Iamb.VP30.171, Sch.Heph.p.300 C.

Greek (Liddell-Scott)

λοιδορητικός: -ή, -όν, ὑβριστικός, Ἀριστοφ. Ἠθ. 2. 3, 12.

Greek Monolingual

λοιδορητικός, -ή, -όν (Α) λοιδορώ
υβριστικός, ονειδιστικός.

Russian (Dvoretsky)

λοιδορητικός: бранный, оскорбительный Arst.