μελίτιον

Revision as of 23:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

τό,

   A = μελίτειον, Porph.Abst.1.21 codd.; written -τιν IG14.1890.    2 μελίτια, = Lat. mella, Gloss.

German (Pape)

[Seite 124] τό, = μελίτειον, Hesych.

Greek Monolingual

μελίτιον και μελίτιν, τὸ (Α)
βλ. μελίτειον
(κατά τον Ησύχ.) «μελίτια
τὰ βίττα».

Russian (Dvoretsky)

μελίτιον: τό Plut. v. l. = μελίτειον.