Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
μεταβλητική: ἡ (sc. τέχνη) меновая торговля Plat., Arst.