Ναύπλιος και Ναυπλίειος, -α, -ον (Α) Ναύπλιοναυτός που ανήκει στο Ναύπλιο ή αυτός που κατάγεται από το Ναύπλιο.
Ναύπλιος: навплийский Eur.