Ναύπλιος

Revision as of 00:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Greek Monolingual

Ναύπλιος και Ναυπλίειος, -α, -ον (Α) Ναύπλιον
αυτός που ανήκει στο Ναύπλιο ή αυτός που κατάγεται από το Ναύπλιο.

Russian (Dvoretsky)

Ναύπλιος: навплийский Eur.