οἰωνοσκοπία

Revision as of 01:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ἡ,

   A augury, D.H.3.47.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνοσκοπία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ ἀσχολία τοῦ οἰωνοσκόπου, Διον. Ἁλ. 3. 47, 70.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fonction d’augure ; observation que font les augures.
Étymologie: οἰωνοσκόπος.

Greek Monolingual

η (Α οἰωνοσκοπία) οιωνοσκόπος
κλάδος της μαντικής που βασιζόταν στην παρατήρηση τών οιωνών για την πρόβλεψη όσων πρόκειται να συμβούν.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνοσκοπία: ἡ птицегадание Plut.