ὀψωνία

Revision as of 01:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ἡ,

   A purchase of fish, etc., catering, Critias 60 D., Antiph.184, Alex.186.2; ἔφερε ἕκαστος . . πρὸς τούτοις (viz. food) εἰς ὀ. μικρόν τι κομιδῇ νομίσματος (in the Spartan φειδίτια) Plu.Lyc.12, cf. Dicaearch.Hist.23.

German (Pape)

[Seite 434] ἡ, das Einkaufen der Zukost, bes. der Fische, Plut. Lyc. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψωνία: ἡ, τὸ ἀγοράζειν τροφὰς ἢ ἰχθῦς, καθόλου, τὸ «ψώνισμα», Κριτίας 50, Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 4, Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 1.

Greek Monolingual

ὀψωνία, ἡ (Α) οψώνης
αγορά τροφίμων ιδίως ψαριών.

Russian (Dvoretsky)

ὀψωνία: ἡ закупка продовольствия Plut.