ὀψωνία
English (LSJ)
ἡ,
A purchase of fish, etc., catering, Critias 60 D., Antiph.184, Alex.186.2; ἔφερε ἕκαστος . . πρὸς τούτοις (viz. food) εἰς ὀ. μικρόν τι κομιδῇ νομίσματος (in the Spartan φειδίτια) Plu.Lyc.12, cf. Dicaearch.Hist.23.
German (Pape)
[Seite 434] ἡ, das Einkaufen der Zukost, bes. der Fische, Plut. Lyc. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψωνία: ἡ, τὸ ἀγοράζειν τροφὰς ἢ ἰχθῦς, καθόλου, τὸ «ψώνισμα», Κριτίας 50, Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 4, Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 1.
Greek Monolingual
ὀψωνία, ἡ (Α) οψώνης
αγορά τροφίμων ιδίως ψαριών.
Russian (Dvoretsky)
ὀψωνία: ἡ закупка продовольствия Plut.