παραχραίνω

Revision as of 01:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

   A mix, defile beside, Plu.Fr.7.26 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 508] daneben vermischen, verunreinigen, Plut. frg. 26.

Greek (Liddell-Scott)

παραχραίνω: μιαίνω, μολύνω, Πλουτ. Ἀποσπ. 26.

Greek Monolingual

Α
παθ. παραχραίνομαι ανακατεύομαι, αναμιγνύομαι, μιαίνομαι, μολύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χραίνω «μολύνω»].

Russian (Dvoretsky)

παραχραίνω: загрязнять Plut.