περιοριομός
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
Russian (Dvoretsky)
περιοριομός: ὁ граница, рубеж (τῶν ἀγρῶν Plut.).
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
περιοριομός: ὁ граница, рубеж (τῶν ἀγρῶν Plut.).