Πολύφαμος
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
Russian (Dvoretsky)
Πολύφᾱμος: ὁ дор. = Πολύφημος.
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
Πολύφᾱμος: ὁ дор. = Πολύφημος.