προσλεῖπον
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
Russian (Dvoretsky)
προσλεῖπον: τό недостаток, недочет (τὸ π. τῆς φύσεως ἀναπληροῦν Arst.).
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
προσλεῖπον: τό недостаток, недочет (τὸ π. τῆς φύσεως ἀναπληροῦν Arst.).