πυρραῖος
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Russian (Dvoretsky)
πυρραῖος: огнецветный, багряный (σταφυλαί Theocr.).
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
πυρραῖος: огнецветный, багряный (σταφυλαί Theocr.).