τραχυντικός

Revision as of 04:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ή, όν,

   A making rough, Arist.Pr.872b36: c. gen., τῆς ἀρτηρίας Dsc.3.74.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχυντικός: -ή, -όν, ὁ τραχύνων τι, καθιστῶν αὐτὸ τραχύ, Ἀριστ. Πρβλ. 3. 13· μετὰ γεν. Διοσκ. 3. 79.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τραχυντικός, -ή, -όν, ΝΑ τραχύνω
αυτός που καθιστά κάτι τραχύ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχυντικός: раздражающий, возбуждающий (sc. οἶνος Arst.).