τρισκαίδεκα

Revision as of 05:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

and compds.,

   A v. τρεισκαίδεκα and compds.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκαίδεκα: ἴδε τρεισκαίδεκα.

French (Bailly abrégé)

c. τρεισκαίδεκα.

Greek Monolingual

οἱ, αἱ, τὰ, ουδ. και τριακαίδεκα, Α
βλ. τρεισκαίδεκα.

Greek Monotonic

τρισκαίδεκα: βλ. τρεισ-καίδεκα.

Russian (Dvoretsky)

τρισκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά Hom. etc. = τρεισκαίδεκα.