διακελευστέον

Revision as of 06:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A one must direct, προστάξεις τισί Pl.Lg. 631d.

Greek (Liddell-Scott)

διακελευστέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ διακελεύεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 631D.

Spanish (DGE)

hay que ordenar τὰς ἄλλας προστάξεις τοῖς πολίταις εἰς ταῦτα βλεπούσας αὐτοῖς εἶναι δ. Pl.Lg.631d.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακελευστέον, adj. verb. van διακελεύω, er moet op gewezen worden.