κακορροθέω

Revision as of 06:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A = κακολογέω: c. acc., abuse, revile, E.Hipp.340, Alc.707, Ar.Ach.577, Th.896.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
injurier, outrager, acc..
Étymologie: κακός, ῥόθος.

Greek Monotonic

κᾰκορροθέω: μέλ. -ήσω (ῥόθος), κακολογώ, βλασφημώ, αποπαίρνω, εξυβρίζω, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκορροθέω: бранить, злословить, поносить (τινα Eur.; τὴν πόλιν Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακορροθέω [κακός, ῥοθέω] beledigen, zwart maken.