κοίλη

From LSJ
Revision as of 20:03, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157

Greek (Liddell-Scott)

κοίλη: ἡ, θηλ. τοῦ κοῖλος: ὄνομα δήμου τῆς Ἀττικῆς, Φίλωνα τὸν ἐκ τῆς Κοίλης Ἰσοκρ. 375D, κτλ.

Russian (Dvoretsky)

κοίλη:
1) (sc. ναῦς) кузов или трюм корабля Theocr.;
2) лощина или русло (ποταμοὶ ῥέοντες διὰ κοίλης Arst.).