κολαστήριον

Revision as of 20:37, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)")

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 lieu de punition, de supplice;
2 instrument de supplice;
3 châtiment.
Étymologie: κολάζω.

Greek Monotonic

κολαστήριον: τό (κολάζω
I. σωφρονιστήριος οίκος, σε Λουκ.
II. = κόλασμα, κόλασις, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κολαστήριον: τό
1) орудие наказания или пытки (μανικὸν καὶ βάρβαρον Plut.);
2) место наказания Luc.;
3) Xen. = κόλασμα.