ναυτικόν
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
Russian (Dvoretsky)
ναυτικόν: τό
1) морские силы, флот Her., Thuc., Arph.;
2) (sc. ἀργύριον) ссуда под залог корабля и груза (ναυτικὰ ἐκδιδόναι Lys.; ναυτικὰ λαμβάνειν или ἀνελέοθαι Xen., Dem.).