ζατρίκιον
English (LSJ)
τό,
A the game of chess, Sch.Theoc.6.18. (From Skt. catur-a[ndot ]ga- 'four members', through Pers. and Arab.)
Greek (Liddell-Scott)
ζατρίκιον: τό, τὸ γνωστὸν παιγνίδιον, «σκάκι», Σχόλ. Θεοκρ. 6. 18· «παιδιὰ δὲ τοῦτο ἐκ τῆς τῶν Ἀσσυρίων τρυφῆς ἐξευρημένον καὶ εἰς ἡμᾶς ἐληλυθὸς» Ἄννα Κομν. 12, σ. 360· ἴδε Δουκάγγ.· - ζατρικίζω, παίζω τὸ ζατρίκιον, Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 241.