Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(I)
-έω ἐξογκῶ (Α)
σχηματίζω όγκο, είμαι εξογκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ογκώ (< όγκος)].
(II)
-όω ἐξογκῶ (AM)
βλ. εξογκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. εξογκώ (I)].