συνεννοούμαι

Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

Greek Monolingual

-έομαι, Μ εὐνοῶ
δείχνω εύνοια σε κάποιον.
Ν
βλ. συνεννοώ.

Greek Monolingual

-έομαι, Μ εὐνοῶ
δείχνω εύνοια σε κάποιον.
Ν
βλ. συνεννοώ.