τριηροποιός

Revision as of 12:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

όν,

   A building triremes, ib.12.93.4, 97.20, al., Arist.Ath.46.1; but τῶν τριηροποι<ικ>ῶν ταμίας is prob. cj. in D.22.17.

Greek (Liddell-Scott)

τριηροποιός: -όν, ὁ ναυπηγῶν τριήρεις, ναυπηγός, ὁ τῶν τριηροποιῶν ταμίας Δημ. 598. 23, Πολυδ. Α΄, 84.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
commissaire pour la construction des trières.
Étymologie: τριήρης, ποιέω.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που ναυπηγεί τριήρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + -ποιός].

Greek Monotonic

τριηροποιός: -όν (ποιέω), αυτός που ναυπηγεί τριήρεις, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τριηροποιός: ὁ строитель триер(ы) Dem.

Middle Liddell

τριηρο-ποιός, όν ποιέω
building triremes, Dem.