οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
παραιωρέομαι:1) быть привешенным (ἐγχειρίδια παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης Her.);2) виснуть, льнуть (τὰς χεῖρας ὀρέγων καὶ παραιωρούμενος Plut.).