ἀργυρόπους
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A with silver feet or legs, κλίνη X.An.4.4.21; δίφρος IG2.646, D.24.129; φορεῖα Plb.30.25.18.
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A with silver feet or legs, κλίνη X.An.4.4.21; δίφρος IG2.646, D.24.129; φορεῖα Plb.30.25.18.