περίμετρον

Revision as of 14:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

τό,

   A circumference, Hdt.1.185, 2.15,41, Arist.Mir.840b34, Luc.VH2.40 ; τὸ π. τῆς περιόδου Hdt.2.149 ; τὸ π. τῆς γῆς Ach.Tat.Intr.Arat. 29.

German (Pape)

[Seite 583] τό, = ἡ περίμετρος, Umkreis; Her. 1, 185 u. öfter; Ath. XII, 541 e.

Greek (Liddell-Scott)

περίμετρον: τό, = ἡ περίμετρος, Ἡροδ. 1. 185., 2. 15, 41· τὸ π. τῆς περιόδου 2. 149.

Greek Monotonic

περίμετρον: τό, περιφέρεια, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

περίμετρον: τό периметр, окружность (τῆς περιόδου Her.).

Middle Liddell

περίμετρον, ου, τό,
the circumference, Hdt.