ἀνθρωπάριον

Revision as of 16:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

τό, Dim. of ἄνθρωπος,

   A manikin, Eup.26D., Ar.Pl.416, Demad.51 (of Demosthenes), Arr.Epict.1.3.5.

German (Pape)

[Seite 234] τό, dim. von ἄνθρωπος, Menschlein, Ar. Plut. 416.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄνθρωπος, τίθεται περιφρονητικῶς ὡς καὶ νῦν, τολμῶντε δρᾶν ἀνθρωπαρίω κακοδαίμονε Ἀριστοφ. Πλ. 416, ταλαίπωρον ἀνθρωπάριον Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 3. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit homme.
Étymologie: dim. de ἄνθρωπος.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Prosodia: [-ᾰρ-]
hombrecillo Eup.329A, Ar.Pl.416, Demad.89 (de Demóstenes), Arr.Epict.1.3.5, M.Ant.3.10, 7.23.

Greek Monotonic

ἀνθρωπάριον: τό, υποκορ. του ἄνθρωπος, ανθρωπάριο, ανθρωπάκι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωπάριον: τό человечек Arph.

Middle Liddell

Dim. of ἄνθρωπος, a manikin, Ar.