δολιχοδρομέω

Revision as of 21:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A run the δόλιχος, Aeschin. 3.91.

German (Pape)

[Seite 654] den Dolichos laufen, Aesch. 3, 91; στάδιον Poll. 3, 146.

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχοδρομέω: τρέχω τὸν δόλιχον, Αἰσχίν. 66. 32.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fournir la course du long stade.
Étymologie: δολιχοδρόμος.

Spanish (DGE)

correr el δόλιχος Aeschin.3.91, ὁ δὲ ἄριστα δολιχοδρομήσων τοὺς μὲν ὤμους καὶ τὸν αὐχένα κεκρατύσθω Philostr.Gym.32, cf. Tz.Comm.Ar.2.385.13.

Greek Monotonic

δολῐχοδρομέω: μέλ. -ήσω, τρέχω τον δόλιχον, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

δολιχοδρομέω: совершать большой пробег Aeschin.

Middle Liddell

δολῐχοδρομέω, fut. -ήσω
to run the δόλιχος, Aeschin. [from δολῐχοδρόμος]