ἐξοικήσιμος

Revision as of 22:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον,

   A habitable, inhabited, S. OC27.

German (Pape)

[Seite 885] bewohnbar, τόπος Soph. O. C. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοικήσιμος: -ον, κατοικήσιμος, Σοφ. Ο. Κ. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
habitable.
Étymologie: ἐξοικέω.

Greek Monolingual

ἐξοικήσιμος, -ον (Α) εξοίκηση
κατοικήσιμος.

Greek Monotonic

ἐξοικήσιμος: -ον, κατοικήσιμος, κατοικημένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοικήσιμος: обитаемый, населенный (τόπος Soph.).

Middle Liddell

ἐξοικήσιμος, ον [from ἐξοικέω
habitable, inhabited, Soph.