ἐργαλεῖον

Revision as of 22:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

Ion. ἐργᾰλήϊον, Cret. ϝεργαλεῖον Schwyzer 180, τό

   A(ἔργον) tool, instrument, Hdt.3.131, Th.6.44, Pl.Plt.281c, etc.

German (Pape)

[Seite 1019] τό, ion. ἐργαλήϊον, das Werkzeug; Her. 3, 131; ἐργαλεῖα ἑτοίμαζον εἰς τὸν ἐπιτειχισμόν Thuc. 7, 18; Plat. Polit. 281 c u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργᾰλεῖον: Ἰων. -ήιον, τό, (ἔργον), ἐργαλεῖον, ὄργανον, Ἡρόδ. 3. 131. Θουκ. 6. 44, Πλάτ. Πολιτικ. 281C, κλ. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐργαλεῖον· ἐργαστήριον παρὰ Ταραντίνοις».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
instrument de travail, outil.
Étymologie: ἔργον.

Greek Monotonic

ἐργᾰλεῖον: Ιων. -ήϊον, τό (ἔργον), εργαλείο, όργανο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐργᾰλεῖον: ион. ἐργᾰλήϊον τό орудие, средство производства Her., Thuc., Plat., Plut.

Middle Liddell

ἔργον
a tool, instrument, Hdt., Thuc., etc.