(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Menander, Monostichoi, 366Dutch > Greek
βίος, βιοτεύω, βιοτή, βίοτος, βιόω, διάγω, διαζήω, ζήω, ζωή, κατοικέω, κεφαλή, πνεῦμα, πνέω, σῶμα, ψυχή