συμμέτρως
French (Bailly abrégé)
adv.
selon une juste proportion, convenablement.
Étymologie: σύμμετρος.
Russian (Dvoretsky)
συμμέτρως:
1) соразмерно, сообразно (πρός τι Xen. и εἴς τι Arst.);
2) умеренно, в надлежащей мере (ἀπολαύειν τινός Isocr.): σ. ἔχειν λεπτότητος Plat. быть в меру разреженным;
3) вовремя, кстати (ἀφικέσθαι Eur. - v. l. к σύμμετρος ἀφίκετο);
4) удобно, складно: σ. ἐμπεριλαμβάνειν τι Plut. хорошо облегать что-л.