χούρα
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek (Liddell-Scott)
χούρα: ἁ, = χώρα, Ἐπιγρ. Λαρίσης, Mitth. d. d. arch. Inst. VII. σ. 64, στ. 17.
Greek Monolingual
(I)
ἁ, Α
(θεσσαλ. τ.) βλ. χώρα.
(II)
η, Ν
βοτ. γένος δένδρων της οικογένειας ευφορβιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. hura, πιθ. μεταπλασμένος τ. της λ. urari «είδος δένδρου», λ. της γλώσσας τών Ινδιάνων της Καραϊβικής].