επίτονος

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίτονος, -ον) επιτείνω
1. το αρσ. ως ουσ. ο επίτονος
α) το σχοινί της αντένας πλοίου
β) καθένα από τα ισχυρά σχοινιά με τα οποία αγκυρώνονται οι στήλες και τα επιστήλια τών ιστών πάνω στα πλευρά και στην πρύμνη του πλοίου, τα ξάρτια
αρχ.
1. έντονος, τεντωμένος
κατά τὴν ἐπιτονωτάτην ἐπίτασιν τῆς βασάνου», Διόδ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίτονοι
οι μυώνες τών ώμων και τών βραχιόνων.
επίρρ...
ἐπιτόνως (Α)
με τρόπο έντονο, με ένταση.