αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon
ὀκτάγλωσσος, -ον (Μ)(μόνο το ουδ. ως ουσ.) τὸ ὀκτάγλωσσονφλάμπουρο που διασχίζεται σε οκτώ γλώσσες, δηλαδή λωρίδες, γλωσσοειδείς άκρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ, λ. οκτώ) + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. επτά-γλωσσος].