ενθρόνιση
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
Greek Monolingual
και ενθρονίαοη, η (Μ ἐνθρόνισις) ενθρονίζω
ενθρονισμός, εγκαινίαση («ενθρόνιση αρχιερέα»
«παραγενέσθαι εἰς τὴν τοῦ ναοῡ ἐνθρονίασιν», Ιω. Δαμασκ.).