Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
καταμωκῶμαι, -άομαι (Α)
χλευάζω κάποιον υπερβολικά («ἐγγελῶν δὲ ὁ Ἀχαιμένης καὶ τοῦ Θεαγένους καταμωκώμενος», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μυκῶμαι «χλευάζω»].