οξυτικός

From LSJ
Revision as of 12:50, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316

Greek Monolingual

ὀξυτικός, -ή, -όν (Α) οξύς
ταχύς, γρήγορος («τί τοῦ ἡλιακοῡ ἅρματος ὀξυτικώτερον εἰς δρόμον;», Ιππόλ.).