μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
ἄφοδος, ἀπόψυγμα, βόλβιτον, ἀποπάτημα, ἀπόπατος, ἔκπατος, ἀφόδημα, ἀφόρδιον, διαχώρημα, ἀφόδευμα, διαφόρημα, κόπρανα, σπατίλη, κόπρος, προχώρημα, χέσμα