ἱματίζω
English (LSJ)
fut. -ιῶ,
A furnish with clothing, UPZ2.14 (ii B.C.), etc.:—Pass., τοῦ παιδὸς τρεφομένου καὶ -ομένου POxy.275.14 (i A.D.); γυνὴ ἱματισμένη ἔχιδνα Secund.Sent.8; ἱματισμένος Ev.Marc.5.15.
German (Pape)
[Seite 1252] bekleiden, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμᾰτίζω: ἐνδύω· μετοχ. παθ. πρκμ. ἱματισμένος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 15, κτλ.
French (Bailly abrégé)
vêtir.
Étymologie: ἷμα.
English (Strong)
from ἱμάτιον; to dress: clothe.
English (Thayer)
perfect passive participle ἱματισμενος; (ἱμάτιον); to clothe: Sept. nor in secular authors (cf. Winer's Grammar, 26 (25)).)
Greek Monolingual
ἱματίζω (Α) ιμάτιον
ντύνω («σωφρονοῡντα καὶ ἱματισμένον», ΠΔ).
Greek Monotonic
ἱμᾰτίζω: (ἱμάτιον), ντύνω, ενδύω· μτχ. Παθ. παρακ. ἱματισμένος.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:ƒmat⋯zw 希馬提索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:衣服(化)
字義溯源:穿上衣服,穿著衣服;源自(ἱμάτιον)=衣裳);而 (ἱμάτιον)出自(ἔννομος)X*=穿著)。參讀 (ἀμφιέζω / ἀμφιέννυμι)同義字參讀 (ἱμάτιον)同源字
出現次數:總共(2);可(1);路(1)
譯字彙編:
1) 穿著衣服(1) 路8:35;
2) 穿上衣服(1) 可5:15