убеждающий
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
Russian > Greek
παραινετικός, πειστήριος, συμβουλευτικός, προτρεπτικός, παραιφάμενος
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
παραινετικός, πειστήριος, συμβουλευτικός, προτρεπτικός, παραιφάμενος