Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
P. and V. ὑβριστής, ὁ, V. γελαστής, ὁ, ἐγγελαστής, ὁ.