δειλοκοπέω
English (LSJ)
A cheat or terrify, Hermipp.88.
Greek (Liddell-Scott)
δειλοκοπέω: ἐξαπατῶ, ἐκφοβῶ, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 10.
Spanish (DGE)
asustar, aterrorizar ταῖς φαντασίαις τὴν ψυχὴν δειλοκοποῦσιν Nil.M.79.1124D, cf. Hsch.
A cheat or terrify, Hermipp.88.
δειλοκοπέω: ἐξαπατῶ, ἐκφοβῶ, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 10.
asustar, aterrorizar ταῖς φαντασίαις τὴν ψυχὴν δειλοκοποῦσιν Nil.M.79.1124D, cf. Hsch.