ου, ὁ,
A = σύμφωνος, colleague, Phot.
και αττ. τ. ξυνηρέτης, ὁ, Α(κατά τον Φώτ.) «σύμφωνος».[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηρέτης (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. ὑπ-ηρέτης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].