συνηρέτης

Revision as of 20:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = σύμφωνος, colleague, Phot.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνηρέτης, ὁ, Α
(κατά τον Φώτ.) «σύμφωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηρέτης (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. ὑπ-ηρέτης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].